- κατολοφύρομαι
- κατολοφύ̱ρομαι , κατολοφύρομαιbewailaor subj mp 1st sg (epic)κατολοφύ̱ρομαι , κατολοφύρομαιbewailpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατολοφύρομαι — (Α) κλαίω γοερώς, θρηνώ, οδύρομαι («πολλάκις ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι, βογκώ»] … Dictionary of Greek
κατωλοφύρατο — κατολοφύρομαι bewail plup ind mp 3rd pl (epic) κατωλοφύ̱ρατο , κατολοφύρομαι bewail aor ind mp 3rd sg κατολοφύρομαι bewail plup ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατολοφυρομένων — κατολοφῡρομένων , κατολοφύρομαι bewail pres part mp fem gen pl κατολοφῡρομένων , κατολοφύρομαι bewail pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατολοφύρεται — κατολοφύ̱ρεται , κατολοφύρομαι bewail aor subj mp 3rd sg (epic) κατολοφύ̱ρεται , κατολοφύρομαι bewail pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατολοφυραμένη — κατολοφῡραμένη , κατολοφύρομαι bewail aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατολοφυρομένη — κατολοφῡρομένη , κατολοφύρομαι bewail pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατολοφυρομένης — κατολοφῡρομένης , κατολοφύρομαι bewail pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατολοφυρομένοις — κατολοφῡρομένοις , κατολοφύρομαι bewail pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατολοφυρομένου — κατολοφῡρομένου , κατολοφύρομαι bewail pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατολοφυρομένους — κατολοφῡρομένους , κατολοφύρομαι bewail pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)